Πούρκο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Πούρκο τα Πούρκα
      γενική του Πούρκου των Πούρκων
    αιτιατική το Πούρκο τα Πούρκα
     κλητική Πούρκο Πούρκα
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Πούρκο < άγνωστης ετυμολογίας Πιθανόν από την βενετική borgo[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈpuɾ.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πούρ‐κο

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Πούρκο ουδέτερο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Εμμανουήλ Π. Καλλίγερος, Κυθηραϊκά τοπωνύμια. Ιστορική γεωγραφία των Κυθήρων, (Αθήνα: Εταιρεία Κυθηραϊκών Μελετών, 2011)