Πρίσκος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πρίσκος < αρχαία ελληνική Πρίσκος
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πρίσκος αρσενικό (θηλυκό Πρίσκου)
Μεταγραφές
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Πρίσκος < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Πρίσκος αρσενικό