Προμηθέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Προμηθέας < (αρχαία ελληνική) Προμηθεύς

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Προμηθέας αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]