Προμηθεύς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: προμηθεύς
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Προμηθεύς οἱ Προμηθεῖς - Προμηθῆς*
      γενική τοῦ Προμηθέως τῶν Προμηθέων
      δοτική τῷ Προμηθεῖ τοῖς Προμηθεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν Προμηθέ τοὺς Προμηθέᾱς
     κλητική ! Προμηθεῦ Προμηθεῖς - Προμηθῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Προμηθ1 ή Προμηθεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  Προμηθέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η Ήρα και ο Προμηθεύς.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Προμηθεύς < προμηθής (προνοητικός, προβλεπτικός και συνετός) + -εύς

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Προμηθεύς αρσενικό (& δωρικός τύπος : Προμαθεύς)

  1. ανδρικό όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) ένας από τους Τιτάνες, γιος του Ιαπετού και αδερφός του Άτλαντα και του Επιμηθέα, που συνέβαλε -σύμφωνα με το μύθο- στην εξέλιξη του ανθρώπινου πολιτισμού
    ※  ἀπορίᾳ οὖν σχόμενος ὁ Προμηθεὺς ἥντινα σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ εὕροι, κλέπτει Ἡφαίστου καὶ Ἀθηνᾶς τὴν ἔντεχνον σοφίαν σὺν πυρί (Πλάτων, Πρωταγόρας, 321c-d)
    Ο Προμηθέας λοιπόν ήταν σε μεγάλη συλλογή, τι μέσο προστασίας να εφεύρει για τον άνθρωπο. Κλέβει τότε κι αυτός την τεχνολογική σοφία του Ήφαιστου και της Αθηνάς και τη φωτιά μαζί.
    (στον πληθυντικό) οἱ Προμηθεῖς: οι κεραμείς, οι πηλουργοί, όσοι δουλεύουν και ψήνουν τον πηλό
    ※  Ἀθηναῖοι τοὺς χυτρέας καὶ ἰπνοποιοὺς καὶ πάντας, ὅσοι πηλουργοί, Προμηθέας ἀπεκάλουν ἐπισκώπτοντες ἐς τὸν πηλὸν καὶ τὴν ἐν πυρὶ οἶμαι τῶν σκευῶν ὄπτησιν
    (Λουκιανός, Πρὸς τὸν εἰπόντα Προμηθεὺ εἶ ἐν λόγοις, 2)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Προμηθεύς στη Βικιπαίδεια Λήμμα στη Βικιπαίδεια
  • Ο αστεροειδής 1809 Προμηθεύς (1809 Prometheus), που ανακαλύφθηκε το 1960, πήρε το όνομά του από τον ομώνυμο Τιτάνα