Πρωτομαρτιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Πρωτομαρτιά | οι | Πρωτομαρτιές |
γενική | της | Πρωτομαρτιάς | των | Πρωτομαρτιών |
αιτιατική | την | Πρωτομαρτιά | τις | Πρωτομαρτιές |
κλητική | Πρωτομαρτιά | Πρωτομαρτιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Πρωτομαρτιά θηλυκό
- (λαογραφία) η πρώτη ημέρα του Μαρτίου, ημέρα διαφόρων λαϊκών δρώμενων και εθίμων με λατρευτική και μαγική υφή, ως πρώτης μέρας της άνοιξης
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πρωτομαρτιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)