Πρότυπο:xx-λύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Module:xx - Module:xx/1 - Πρότυπο:xx-λύω δισύλλαβα - Πρότυπο:xx-καταλύω για πολυσύλλαβα με αναβιβασμό

  • Δοκιμές για την κλίση λύω
  • Ο συντάκτης, πρέπει να προσδιορίσει, δίχρ= τη δίχρονη παραλήγουσα.

Για το καταλύω, το σύστημα, ΔΕΝ μπορεί να δεί το λάθος (εδώ θέλει κι αναβιβασμό του , και την κλίση 'καταλύω'. Το μόνο που μπορώ να κάνω, είναι να εμφανίζεται κατά την επεξεργασία, μια προειδοποίηση.

* Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=? ή αβέβαιο. (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων)

λήμμα=λύω|δίχρ=μ (προσθέτουμε προαιρετικά και θέμα= στη γωνία)

1η συζυγία - δισύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
λῡ-             οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ λύω λύω λύοιμι
σὺ λύεις λύῃς λύοις λῦε
οὖτος λύει λύ λύοι λυέτω
ἡμεῖς λύομεν λύωμεν λύοιμεν
ὑμεῖς λύετε λύητε λύοιτε λύετε
οὗτοι λύωσῐ(ν) λύωσι(ν) λύοιεν λυόντων λυέτωσαν
2ο δυϊκός λύετον λύητον λύοιτον λύετον
3ο δυϊκός λύετον λύητον λυοίτην λυέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
λύειν λύων λύουσα λῦον
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
1η συζυγία, όπως «λήγω» - Παράρτημα:Ρήματα

1η συζυγία - δισύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ φέρω φέρω φέροιμι
σὺ φέρεις φέρῃς φέροις φέρε
οὖτος φέρει φέρ φέροι φερέτω
ἡμεῖς φέρομεν φέρωμεν φέροιμεν
ὑμεῖς φέρετε φέρητε φέροιτε φέρετε
οὗτοι φέρωσῐ(ν) φέρωσι(ν) φέροιεν φερόντων φερέτωσαν
2ο δυϊκός φέρετον φέρητον φέροιτον φέρετον
3ο δυϊκός φέρετον φέρητον φεροίτην φερέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
φέρειν φέρων φέρουσα φέρον
Παρατήρηση με όρθια ή πλάγια γράμματα.
1η συζυγία, όπως «λέγω» - Παράρτημα:Ρήματα

1η συζυγία - δισύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ λήγω λήγω λήγοιμι
σὺ λήγεις λήγῃς λήγοις λῆγε
οὖτος λήγει λήγ λήγοι ληγέτω
ἡμεῖς λήγομεν λήγωμεν λήγοιμεν
ὑμεῖς λήγετε λήγητε λήγοιτε λήγετε
οὗτοι λήγωσῐ(ν) λήγωσι(ν) λήγοιεν ληγόντων ληγέτωσαν
2ο δυϊκός λήγετον λήγητον λήγοιτον λήγετον
3ο δυϊκός λήγετον λήγητον ληγοίτην ληγέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
λήγειν λήγων λήγουσα λῆγον
1η συζυγία, όπως «λήγω» - Παράρτημα:Ρήματα

Δοκιμή για δίφθογοο

1η συζυγία - δισύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ στείχω στείχω στείχοιμι
σὺ στείχεις στείχῃς στείχοις στεῖχε
οὖτος στείχει στείχ στείχοι στειχέτω
ἡμεῖς στείχομεν στείχωμεν στείχοιμεν
ὑμεῖς στείχετε στείχητε στείχοιτε στείχετε
οὗτοι στείχωσῐ(ν) στείχωσι(ν) στείχοιεν στειχόντων στειχέτωσαν
2ο δυϊκός στείχετον στείχητον στείχοιτον στείχετον
3ο δυϊκός στείχετον στείχητον στειχοίτην στειχέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
στείχειν στείχων στείχουσα στεῖχον
1η συζυγία, όπως «λήγω» - Παράρτημα:Ρήματα

Το κράζω, που είναι εξαίρεση, κι έχει α μακτρό

1η συζυγία - δισύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ κράζω κράζω κράζοιμι
σὺ κράζεις κράζῃς κράζοις κρᾶζε
οὖτος κράζει κράζ κράζοι κραζέτω
ἡμεῖς κράζομεν κράζωμεν κράζοιμεν
ὑμεῖς κράζετε κράζητε κράζοιτε κράζετε
οὗτοι κράζωσῐ(ν) κράζωσι(ν) κράζοιεν κραζόντων κραζέτωσαν
2ο δυϊκός κράζετον κράζητον κράζοιτον κράζετον
3ο δυϊκός κράζετον κράζητον κραζοίτην κραζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
κράζειν κράζων κράζουσα κρᾶζον
1η συζυγία, όπως «λήγω» - Παράρτημα:Ρήματα

και μερικά φανταστικά ρήαμτα. |δίχρ=αβέβαιο

1η συζυγία - δισύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ λύζω λύζω λύζοιμι
σὺ λύζεις λύζῃς λύζοις λῦζε
ή λύζε*
οὖτος λύζει λύζ λύζοι λυζέτω
ἡμεῖς λύζομεν λύζωμεν λύζοιμεν
ὑμεῖς λύζετε λύζητε λύζοιτε λύζετε
οὗτοι λύζωσῐ(ν) λύζωσι(ν) λύζοιεν λυζόντων λυζέτωσαν
2ο δυϊκός λύζετον λύζητον λύζοιτον λύζετον
3ο δυϊκός λύζετον λύζητον λυζοίτην λυζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
λύζειν λύζων λύζουσα λῦζον
ή λύζον*
* Η προσωδία είναι αβέβαιη. Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι, ή βραχύ, ή μακρό (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
1η συζυγία, όπως «λύω» - Παράρτημα:Ρήματα

φανταστικό ρήμα, |δίχρ=?

1η συζυγία - δισύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ λύζω λύζω λύζοιμι
σὺ λύζεις λύζῃς λύζοις ...?...ον
οὖτος λύζει λύζ λύζοι λυζέτω
ἡμεῖς λύζομεν λύζωμεν λύζοιμεν
ὑμεῖς λύζετε λύζητε λύζοιτε λύζετε
οὗτοι λύζωσῐ(ν) λύζωσι(ν) λύζοιεν λυζόντων λυζέτωσαν
2ο δυϊκός λύζετον λύζητον λύζοιτον λύζετον
3ο δυϊκός λύζετον λύζητον λυζοίτην λυζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
λύζειν λύζων λύζουσα ...?...ον
* Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
  Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται το ουδέτερο της μετοχής (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
1η συζυγία, όπως «λύω» - Παράρτημα:Ρήματα

φανταστικό ρήμα, |δίχρ=β

1η συζυγία - δισύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ λύζω λύζω λύζοιμι
σὺ λύζεις λύζῃς λύζοις
οὖτος λύζει λύζ λύζοι λυζέτω
ἡμεῖς λύζομεν λύζωμεν λύζοιμεν
ὑμεῖς λύζετε λύζητε λύζοιτε λύζετε
οὗτοι λύζωσῐ(ν) λύζωσι(ν) λύζοιεν λυζόντων λυζέτωσαν
2ο δυϊκός λύζετον λύζητον λύζοιτον λύζετον
3ο δυϊκός λύζετον λύζητον λυζοίτην λυζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
λύζειν λύζων λύζουσα
1η συζυγία, - Παράρτημα:Ρήματα

φανταστικό ρήμα, |δίχρ=μ

1η συζυγία - δισύλλαβα ομαλά ρήματα
ενεργητικός ενεστώτας
            οριστική                     υποτακτική                     ευκτική                     προστακτική        
ἐγὼ λύζω λύζω λύζοιμι
σὺ λύζεις λύζῃς λύζοις λῦζε
οὖτος λύζει λύζ λύζοι λυζέτω
ἡμεῖς λύζομεν λύζωμεν λύζοιμεν
ὑμεῖς λύζετε λύζητε λύζοιτε λύζετε
οὗτοι λύζωσῐ(ν) λύζωσι(ν) λύζοιεν λυζόντων λυζέτωσαν
2ο δυϊκός λύζετον λύζητον λύζοιτον λύζετον
3ο δυϊκός λύζετον λύζητον λυζοίτην λυζέτον
ονοματικοί
τύποι
απαρέμφατο μετοχές:     αρσενικό     θηλυκό     ουδέτερο
λύζειν λύζων λύζουσα λῦζον
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό (Παράρτημα:προσωδία ρημάτων).
1η συζυγία, όπως «λήγω» - Παράρτημα:Ρήματα