Ρέντινγκ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ρέντινγκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική Reading
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ρέντινγκ ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Ρέντινγκ στη Βικιπαίδεια