Ρίο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Ρίο | ||
γενική | του | Ρίου | ||
αιτιατική | το | Ρίο | ||
κλητική | Ρίο | |||
Το βραζιλιάνικο «Ρίο» (Ρίο ντε Τζανέιρο) είναι άκλιτο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Ρίο < αρχαία ελληνική Ῥίον < ῥίον
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈri.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρί‐ο
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Ρίο ουδέτερο
- παραθαλάσσια πόλη της Πελοποννήσου, γνωστή από τη γέφυρα που ενώνει με τη Στερεά Ελλάδα
- ※ Νέες αυξημένες τιμές στα διόδια της γέφυρα Ρίου–Αντιρρίου τίθενται σε ισχύ από απόψε τα μεσάνυχτα ενώ την 1η Φεβρουαρίου θα τεθούν σε εφαρμογή οι νέες τιμές που αφορούν ηλεκτρονικά συνδρομητικά προγράμματα. (www.efsyn.gr 02.01.2019)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Ρίο στη Βικιπαίδεια
- αρχαία ελληνική ῥίον
- αρχαία ελληνική Ῥίον
- μυκηναϊκή διάλεκτος: 𐀪𐀍 (ri-jo: ακρωτήριο, Ῥίον)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Πόλεις της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Πόλεις (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)