Ριζουπολίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ριζουπολίτης < Ριζούπολ(η) + -ίτης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɾi.zu.poˈli.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ρι‐ζου‐πο‐λί‐της
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ριζουπολίτης αρσενικό (θηλυκό Ριζουπολίτισσα)
- (πατριδωνυμικό) ο κάτοικος της Ριζούπολης
- ※ Μια ισοπαλία η οποία έγινε από τους Ριζουπολίτες στο 94 '. (Γιώργος Αρκουλής, Είναι «δυναμίτης»! , εφημερίδα Τα Νέα, 17 Ιανουαρίου 2000)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- ριζουπολίτικος
- → και δείτε τη λέξη Ριζούπολη
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ριζουπολίτης
|