Ριμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ριμένος οι Ριμένοι
      γενική του Ριμένου των Ριμένων
    αιτιατική τον Ριμένο τους Ριμένους
     κλητική Ριμένε Ριμένοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ριμένος < (άμεσο δάνειο) αρωμουνική rimen + -ος < λατινική Romanus < Roma

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾiˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρι‐μέ‐νος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ριμένος αρσενικό (θηλυκό Ριμένα)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]