Ρωμέικο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ρωμέικο

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ρωμέικο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ρωμέικος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ρωμέικο ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]