Ρωμύλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Ρωμύλος | οι | Ρωμύλοι |
γενική | του | Ρωμύλου | των | Ρωμύλων |
αιτιατική | τον | Ρωμύλο | τους | Ρωμύλους |
κλητική | Ρωμύλε | Ρωμύλοι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Ρωμύλος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ρωμύλος αρσενικό