Ρωμύλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ῥωμύλος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Ρωμύλος οι Ρωμύλοι
      γενική του Ρωμύλου των Ρωμύλων
    αιτιατική τον Ρωμύλο τους Ρωμύλους
     κλητική Ρωμύλε Ρωμύλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ρωμύλος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή Ῥωμύλος < λατινική Romulus

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾoˈmi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Ρω‐μύ‐λος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Ρωμύλος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]