Ρόμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ρώμη, Ρόμυ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Ρόμι < (μεταγραφή) γερμανική Romy (ή Rommy, Romi), χαϊδευτικό ονομάτων όπως τα Rosalinde και Rosemarie

Μεταγραφή[επεξεργασία]

Ρόμι θηλυκό, άκλιτο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]