Ρώσος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | Ρώσος | Ρωσίδα | Ρώσοι | Ρωσίδες |
γενική | Ρώσου | Ρωσίδας | Ρώσων | Ρωσίδων |
αιτιατική | Ρώσο | Ρωσίδα | Ρώσους | Ρωσίδες |
κλητική | Ρώσε | Ρωσίδα | Ρώσοι | Ρωσίδες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Ρωσία (Ετυμολογία)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ρώσος αρσενικό (θηλυκό Ρωσίδα)
- (εθνικά ονόματα) αυτός που κατάγεται από τη Ρωσία ή έχει ρωσική υπηκοότητα
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Ρωσία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ρώσος