Σάλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σάλος οι Σάλοι
      γενική του Σάλου των Σάλων
    αιτιατική τον Σάλο τους Σάλους
     κλητική Σάλε Σάλοι
Ονοματεπώνυμα - Κατηγορία όπως «Παλαιολόγος (κλίση: δρόμος)» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σάλος < σάλος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σάλος αρσενικό (θηλυκό Σάλου)

Μεταγραφές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σάλος < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σάλος αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]