Σίολ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
εβραϊκά: שְׁאוֹל προφορά:Šʾôl
Προφορά[επεξεργασία]
/ˈsi.οl/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
θηλυκό άκλιτο και Σεχόλ
- ο εβραϊκός Άδης, ο Κάτω Κόσμος των νεκρών ως αποτρόπαιος τόπος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σίολ
|