Σαμάνθα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σαμάνθα < αγγλική Samantha, θηλυκό του Samuel (Σαμουήλ)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σαμάνθα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]