Σαμαρείτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σαμαρείτισσα οι Σαμαρείτισσες
      γενική της Σαμαρείτισσας των Σαμαρειτισσών
    αιτιατική τη Σαμαρείτισσα τις Σαμαρείτισσες
     κλητική Σαμαρείτισσα Σαμαρείτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σαμαρείτισσα < Σαμαρείτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σαμαρείτισσα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σαμαρείτης