Σαουδαράβισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σαουδαράβισσα < Σαουδάραβας + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σαουδαράβισσα θηλυκό
- * (εθνικό όνομα) αυτή που κατάγεται από τη Σαουδική Αραβία ή έχει σαουδαραβική υπηκοότητα
(εθνικό όνομα) θηλυκό του Σαουδάραβας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σαουδάραβας
Σαουδαράβισσα