Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σαρκοφάγα

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: σαρκοφάγα
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Σαρκοφάγα
      γενική των Σαρκοφάγων
    αιτιατική τα Σαρκοφάγα
     κλητική Σαρκοφάγα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σαρκοφάγα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σαρκοφάγος στον πληθυντικό, (μεταφραστικό δάνειο) υστερολατινική carnivorus (επίθετο, ουδέτερο, πληθυντικός: carnivora)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /saɾ.koˈfa.ɣa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σαρκοφάγα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σαρκοφάγα ουδέτερο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]