Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σαρόγλειο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σαρόγλειο τα Σαρόγλεια
      γενική του Σαρόγλειου
& Σαρογλείου
των Σαρόγλειων
& Σαρογλείων
    αιτιατική το Σαρόγλειο τα Σαρόγλεια
     κλητική Σαρόγλειο Σαρόγλεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σαρόγλειο < από το επώνυμο του δωρητή Σαρόγλ(ου) + -ειο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /saˈɾo.ɣli.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σαρόγλειο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σαρόγλειοουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]