Σαρώματα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | Σαρώματα | ||
γενική | των | Σαρωμάτων | ||
αιτιατική | τα | Σαρώματα | ||
κλητική | Σαρώματα | |||
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σαρώματα < σαρώματα < πληθυντικός αριθμός του σάρωμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /saˈɾo.ma.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Σα‐ρώ‐μα‐τα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σαρώματα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- βουνό της Φθιώτιδας, προηγούμενη ονομασία του Καλλιδρόμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Βουνά της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Βουνά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Φθιώτιδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)