Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σεκερλή

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σεκερλή < σεκερλής < τουρκική şekerli < şeker (ζάχαρη)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σεκερλή θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]