Σελλοί

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σελλί

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Σελλοί
      γενική των Σελλών
    αιτιατική τους Σελλούς
     κλητική Σελλοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σελλοί < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Σελλοί

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /seˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σελ‐λοί
ομόηχο: Σελλί

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σελλοί αρσενικό στον πληθυντικό

  1. (πατριδωνυμικό, ιστορία) ονομασία των Σελλών, αρχαίων κατοίκων της περιοχής γύρω από το ιερό της Δωδώνης
    → δείτε τη λέξη Σελλός (σπάνιο)
  2. παλιός δήμος Σελλών κατά την περίοδο 1999-2010 του νομού Ιωαννίνων

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]