Σεμίραμη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σεμίραμη | ||
γενική | της | Σεμίραμης | ||
αιτιατική | τη | Σεμίραμη | ||
κλητική | Σεμίραμη | |||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σεμίραμη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Σεμίραμις, γενική της Σεμιράμεως < απώτατη αρχή, η ακκαδική 𒊩𒊓𒄠𒈬𒊏𒆳 (Shammuramat)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σεμίραμη θηλυκό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Σεμίραμις στη Βικιπαίδεια
, βασίλισσα της Ασσυρίας
- Shamiram
Πηγές[επεξεργασία]
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα ακκαδικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)