Σιγγιτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σιγγιτικός < εννοείται κόλπος, → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σιγγιτικός αρσενικό
- ο Σιγγιτικός κόλπος: κόλπος της Χαλκιδικής, ο νοτιοανατολικός
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Κόλπος Αγίου Όρους
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σιγγιτικός
|