Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σιγιλιό

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: σιγίλιο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σιγιλιό τα Σιγιλιά
      γενική του Σιγιλιού των Σιγιλιών
    αιτιατική το Σιγιλιό τα Σιγιλιά
     κλητική Σιγιλιό Σιγιλιά
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σιγιλιό < αρχαία ελληνική Αἴγιλα[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /si.ɣiˈʎo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σιγιλιό

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σιγιλιό ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Άρης Τσαραβόπουλος, Αντικύθηρα, Αρχαιολογία, 24 Ιουνίου 2013