Σκιαδοφόρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

ταξιανθία άνηθου της οικογενείας των σκιαδοφόρων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σκιαδοφόρα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σκιαδοφόρος < σκιάδιον + -φόρος λατ. umbriferae, αυτός που φέρει σκιάδι (καπέλο)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σκιαδοφόρα ουδέτερο στον πληθυντικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]