Σκοπιανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σκοπιανός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σκοπιανός οι Σκοπιανοί
      γενική του Σκοπιανού των Σκοπιανών
    αιτιατική τον Σκοπιανό τους Σκοπιανούς
     κλητική Σκοπιανέ Σκοπιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sko.pçaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκο‐πια‐νός

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

Σκοπιανός < τοπωνύμιο Σκόπι(α) + -ανός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σκοπιανός αρσενικό (θηλυκό Σκοπιανή)

  1. (εθνικό όνομα, μειωτικό) ο Βορειομακεδόνας, Σλαβομακεδόνας, ο πολίτης της Βόρειας Μακεδονίας απαξιωτικά
  2. (πατριδωνυμικό) που κατοικεί στα Σκόπια, την πρωτεύουσα της Βόρειας Μακεδονίας, ή κατάγεται από εκεί

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Σκοπιανός < τοπωνύμιο Σκοπ(ός) + -ιανός

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σκοπιανός αρσενικό (θηλυκό Σκοπιανή)

  • (πατριδωνυμικό) που είναι κάτοικος ή κατάγεται από πόλη που ονομάζεται Σκοπός, όπως η κωμόπολη Νέος Σκοπός των Σερρών ή οΣκοπό της Ανατολικής Θράκης (το σημερινό Üsküp της επαρχίας Κιρκλάρελι στην Τουρκία)
    ※  ’Στον παλιό Σκοπό είχαν πολλές εκκλησίες και μοναστήρια κι έκαναν πολλά πανηγύρια. Οι Σκοπιανοί φίλοι του Διονύσου, ζηωροί και εύθυμοι με πολύ κέφι γλεντούσαν ’ς τα πανηγύρια τους
    Δ.Α. Πετρόπουλος, «Λαογραφικά Σκοπού Ανατ. Θράκης», Αρχείο Θρακικού Λαογραφικού Γλωσσικού Θησαυρού Ε΄ (1938-39), σ. 160.
    ※  [ως επίθετο: σκοπιανός Η προγονική ρίζα των γονιών μου ήταν απ’ τις διακεκριμένες οικογένειες του χωριού μας, ο Σκοπός της Ανατολικής Θράκης. […] Ήταν ένα όμορφο χωριό, που διακρίνονταν οι κάτοικοί του για την εργατικότητα, τιμιότητα και την εθνική και πολιτιστική των δραστηριότητα. Όλα αυτά τα έμαθα τώρα τελευταία, στις δέκα του Οκτώβρη στα 1976, απ' τον Σκοπιανό δάσκαλο του χωριού Νέος Σκοπός του νομού Σερρών
    Βασίλης Ιωακειμίδης, Είκοσι χιλιάδες μέρες. Αθήνα: Εξάντας, 1983. Ψηφιακή βιβλιοθήκη του Σπουδαστηρίου Nέου Eλληνισμού· πρόσβαση: 2020-12-16.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • ΣκοπιανόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)