Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σκυλίτσειο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το Σκυλίτσειο τα Σκυλίτσεια
      γενική του Σκυλίτσειου
& Σκυλιτσείου
των Σκυλίτσειων
& Σκυλιτσείων
    αιτιατική το Σκυλίτσειο τα Σκυλίτσεια
     κλητική Σκυλίτσειο Σκυλίτσεια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σκυλίτσειο < από το επώνυμο του ιδρυτή Σκυλίτσ(ης) + -ειο

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sciˈli.t͡si.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σκυλίτσειο

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σκυλίτσειο ουδέτερο

  1. (επωνυμία) πρώην ονομασία του Βεάκειου θεάτρου στον Πειραιά
  2. (επωνυμία) ονομασία του νοσοκομείου της Χίου

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 δείτε τη λέξη Σκυλίτσης

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]