Σκυλοπνίχτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σκυλοπνίχτης < σκυλοπνίχτης < σκύλ(ος) + -ο- + πνίχτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σκυλοπνίχτης αρσενικό, μόνο στον ενικό
- (ελληνική ποικιλία αμπέλου) ποικιλία αμπέλου που καλλιεργείται στα νησιά του Ιονίου και παράγει κόκκινο, αλλά και λευκό κρασί
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σκυλοπνίχτης
|