Σκωτία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σκωτία | οι | Σκωτίες |
γενική | της | Σκωτίας | των | (Σκωτιών) |
αιτιατική | τη | Σκωτία | τις | Σκωτίες |
κλητική | Σκωτία | Σκωτίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σκωτία < → δείτε τη λέξη Σκοτία. Το ωμέγα προερχόταν από τη μεταγραφή της λατινικής λέξης Scōttī ως [o] μακρού, «Σκῶτοι»
Προφορά[επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σκωτία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σκωτία
→ δείτε τη λέξη Σκοτία |
[επεξεργασία]
- ↑ «Σκοτία» - Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ↑ «Σκωτία» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Β΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.