Σολολά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σολολά < Sololá
Μεταγραφή[επεξεργασία]
Σολολά θηλυκό
- διοικητικό διαμέρισμα, (νομός), της Γουατεμάλας
- πόλη της Γουατεμάλας, πρωτεύουσα του παραπάνω διαμερίσματος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σολολά
|