Σολομώντας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σολομώντας < Σολομών
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σολομώντας αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σολομώντας
|
Σολομώντας αρσενικό
|