Σουλιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σουλιώτισσα < Σουλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα < αλβανική shul
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σουλιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σουλιώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Σούλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σουλιώτης
Σουλιώτισσα
|