Σουμάτρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Σουμάτρα | οι | Σουμάτρες |
γενική | της | Σουμάτρας | — | |
αιτιατική | τη | Σουμάτρα | τις | Σουμάτρες |
κλητική | Σουμάτρα | Σουμάτρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σουμάτρα < (άμεσο δάνειο) αγγλική Sumatra < ινδονησιακή Sumatra < σανσκριτική समुद्र (samudra: “θάλασσα”)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σουμάτρα θηλυκό
- νησί της Ινδονησίας
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Σουμάτρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ινδονησιακά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα σανσκριτικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νησιά της Ινδονησίας (νέα ελληνικά)
- Νησιά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ινδονησίας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)