Σουσάννα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Σουσάννᾰ & Σουσάνᾱ |
αἱ | Σουσάνναι | ||||
γενική | τῆς | Σουσάννης & Σουσάνᾱς |
τῶν | Σουσαννῶν | ||||
δοτική | τῇ | Σουσάννῃ & Σουσάνᾳ |
ταῖς | Σουσάνναις | ||||
αιτιατική | τὴν | Σουσάννᾰν & Σουσάνᾱν |
τὰς | Σουσάννᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Σουσάννᾰ & Σουσάνᾱ |
Σουσάνναι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σουσάννᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Σουσάνναιν | ||||||
!! Εξαίρεση: Κλίνεται κανονικά όπως «γλῶσσα» & επιπλέον, όπως «χώρα» αν και πριν από την κατάληξη προηγείται σύμφωνο που δεν είναι ρο. | ||||||||
1η κλίση, ομάδα 'γλῶσσα', Κατηγορία 'δόξα' όπως «δόξα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σουσάννα < (λόγιο δάνειο) εβραϊκή שושנה (šōšannā, κρίνος) < αρχαία αιγυπτιακή zšn (άνθος του λωτού)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σουσάννα θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- γυναικείο όνομα
- ※ Εἰ δὲ καὶ σαφέστερον χρὴ παραστῆσαι τίνι μὲν ἤδη καθήκει μιμεῖσθαι τὸν Ἰησοῦν, ἄραντι τοὺς ὀφθαλμοὺς ἄνω, ἐν τῷ καὶ αὐτὸν ἐπαίρειν ἑαυτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ τίνι τοῦτο μὲν οὐ καθήκει, ὁμοίως δὲ τῷ τελώνῃ οὐ μόνον μακρόθεν ἑστάναι τοῦ ἱεροῦ ἀλλὰ καὶ μὴ θέλειν ἐπᾶραι τοὺς ὀφθαλμούς, παραθησόμεθα ἐκ τοῦ Δανιὴλ τὰ περὶ τῶν ἐρασθέντων τῆς Σουσάννας ἀνόμων πρεσβυτέρων οὕτως ἔχοντα. (Ωριγένης, Τῶν εἰς τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον ἐξηγητικῶν, 28.5.34.1-7)
- ※ Οἱ δὲ γονεῖς τοῦ ἀναβλέψαντος ἀνταποκριθέντες πρὸς τοὺς ἐπερωτῶντας, εἶπον τὰ τῆς μακαρίας Σουσάννης.
- Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Ὁμιλία εἰς τὸν ἐκγενετῆς τυφλόν, 28.1013.14-16
- ※ Εἰ δὲ καὶ αἰσθητῶς τις ταῦτα ἐκλαμβάνειν βούλεται· δέδωκε τροφὴν τοῖς πεινῶσιν ἐν τῇ ἐρήμῳ ὕσας τὸ μάννα καὶ πεντακισχιλίους πεινῶντας ἄνδρας ἔθρεψε, δέδωκε δὲ καὶ Ἠλίᾳ καὶ Δανιήλ, τῷ μὲν διὰ κοράκων, τῷ δὲ δι' Ἀμβακοὺμ τοῦ προφήτου. ἐποίησε δὲ κρίμα τοῖς ἀδικουμένοις Ἰωσὴφ καὶ Σουσάννᾳ, τῷ μὲν ὑπὸ τῆς Αἰγυπτίας, τῇ δὲ ὑπὸ τῶν Κριτῶν τοῦ Ἰσραήλ, καὶ τῷ Δαυὶδ ἀδικουμένῳ ὑπὸ Σαοὺλ καὶ ἄλλοις πλείοσιν ὧν πληρεστάτη ἡ γραφή.
- Δίδυμος ο Τυφλός, Εἰς Ψαλμούς, 1266.22-28
- ※ Νόννα δ' οὐ κρητῆρας ἐσήλατο, πρὸς δὲ τραπέζῃ τῇδέ ποτ' εὐχομένη καθαρὸν θύος ἔνθεν ἀέρθη, καὶ νῦν θηλυτέρῃσι μεταπρέπει εὐσεβέεσσι, Σουσάννῃ Μαριάμ τε καὶ Ἄνναις, ἕρμα γυναικῶν.
- Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Επιγράμματα, 8.28.1-6
- (θρησκεία) τίτλος βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης
- Παλαιά Διαθήκη, Δανιήλ κατά τη μετάφραση του Θεοδοτίωνος
- (θρησκεία) βιβλικό πρόσωπο, νεαρή γυναίκα που κατηγορήθηκε άδικα για μοιχεία και σώθηκε από την εκτέλεση με την παρέμβαση του Δανιήλ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Susanna (Book of Daniel) στην αγγλική Βικιπαίδεια
Απόγονοι[επεξεργασία]
Σουσάννα (ελληνιστική κοινή)
- ⇘ νέα ελληνικά: Σουζάνα
- ↷ αγγλικά: Susanna
- και πολλές άλλες γλώσσες → δείτε «Σουσάννα» στο αγγλικό Βικιλεξικό
[επεξεργασία]
- ↑ Σωσσάννα, γενική -ας, ή -ης Παλαιά Διαθήκη, Δανιήλ κατά τη μετάφραση του Θεοδοτίωνος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γλῶσσα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δόξα' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'δόξα' εξαιρέσεις (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 1ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 1ης κλίσης θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ανώμαλα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά ανώμαλα θηλυκά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα θηλυκά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Λόγια δάνεια - ονόματα από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα εβραϊκά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία αιγυπτιακά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Θρησκεία (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ετυμολογικούς απογόνους (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)