Σπάτα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈspa.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπά‐τα

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Σπάτα
      γενική των Σπάτων
    αιτιατική τα Σπάτα
     κλητική Σπάτα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η θέση των Σπάτων στην Ανατολική Αττική
Αεροφωτογραφία των Σπάτων
Σπάτα < επώνυμο αρβανίτικη Shpata (Σπάτας)[1] < αλβανική shpatë < λατινική spatha < αρχαία ελληνική σπάθη (αντιδάνειο)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σπάτα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

Σπάτα < γενική ενικού του αρσενικού Σπάτας

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σπάτα θηλυκό άκλιτο

Μεταγραφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]

Σπάτα αρσενικό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Συμεωνίδης, Χαράλαμπος Π. (2010), Ετυμολογικό Λεξικό των Νεοελληνικών Οικωνυμίων, Λευκωσία: Κέντρο Ιεράς Μονής Κύκκου