Σπέτσες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι Σπέτσες
      γενική των Σπετσών
    αιτιατική τις Σπέτσες
     κλητική Σπέτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σπέτσες < πιθανόν βενετική spezie (μπαχαρικά)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈspe.t͡ses/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σπέ‐τσες

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Η θέση των Σπετσών στην Ελλάδα
Το λιμάνι των Σπετσών

Σπέτσες θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό

  • ιστορικό νησί του Αργοσαρωνικού
    ※  Ὁ Σκάρος, ποὺ τὸν εἶχε συνοδέψει ἴσαμε τὸ μῶλο τρικλίζοντας, πῆγε καὶ κάθησε στὴν ἄκρη τοῦ βραχίονα κι’ ἔμεινε κυττάζοντας τὸ καΐκι ποὺ ἀλάργευε κατὰ τὶς Σπέτσες.
    Κώστας Ουράνης, Ο Σκάρος, Νέα Εστία, έτος ΙΔ΄, τόμος 27ος, τεύχος 313, 1 Ιανουαρίου 1940, σελ. 29

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)