Σπαθίφυλλο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | Σπαθίφυλλο | τα | Σπαθίφυλλα |
| γενική | του | Σπαθίφυλλου & Σπαθιφύλλου |
των | Σπαθίφυλλων & Σπαθιφύλλων |
| αιτιατική | το | Σπαθίφυλλο | τα | Σπαθίφυλλα |
| κλητική | Σπαθίφυλλο | Σπαθίφυλλα | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Σπαθίφυλλο ουδέτερο
- ταξινομικός όρος - γένος: περίπου 40 ειδών μονοκοτυλήδονων ανθοφόρων φυτών της οικογένειας των Αροειδών, που προέρχεται από τις τροπικές περιοχές της Αμερικής και της νοτιοανατολικής Ασίας
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κρίνα της ειρήνης (κοινή ονομασία ορισμένων ειδών)
- σπαθίφυλλο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- διαγλωσσικοί όροι : Spathiphyllum (en)