Σπαρτιάτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σπαρτιάτισσα < Σπαρτιάτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σπαρτιάτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Σπαρτιάτης
- Δυνατή και αυστηρή μητέρα! Σαν Σπαρτιάτισσα!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σπαρτιάτης
Σπαρτιάτισσα
|