Σπινόσαυρος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σπινόσαυρος | οι | Σπινόσαυροι |
γενική | του | Σπινόσαυρου & Σπινοσαύρου |
των | Σπινόσαυρων & Σπινοσαύρων |
αιτιατική | τον | Σπινόσαυρο | τους | Σπινόσαυρους & Σπινοσαύρους |
κλητική | Σπινόσαυρε | Σπινόσαυροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Σπινόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική spinosaurus < λατινική spina (αγκάθι) + -σαυρος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /spiˈno.sa.vɾos/
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]†Σπινόσαυρος αρσενικό
- ταξινομικός όρος - γένος: μεγάλος σαρκοφάγος δεινόσαυρος της Κρητιδικής περιόδου, με ένα ιστίο στη πλάτη του
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] Σπινόσαυρος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδινάλιος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -σαυρος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ζώα (νέα ελληνικά)
- Ταξινομικοί όροι - γένη (νέα ελληνικά)
- Δεινόσαυροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)