Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σπινόσαυρος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σπινόσαυρος οι Σπινόσαυροι
      γενική του Σπινόσαυρου
& Σπινοσαύρου
των Σπινόσαυρων
& Σπινοσαύρων
    αιτιατική τον Σπινόσαυρο τους Σπινόσαυρους
& Σπινοσαύρους
     κλητική Σπινόσαυρε Σπινόσαυροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αναπαράσταση Σπινόσαυρου

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Σπινόσαυρος < (άμεσο δάνειο) νεολατινική spinosaurus < λατινική spina (αγκάθι) + -σαυρος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /spiˈno.sa.vɾos/

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Σπινόσαυρος αρσενικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]