Σπυρίδων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | Σπυρίδων | οι | Σπυρίδωνες |
γενική | του | Σπυρίδωνος | των | Σπυριδώνων |
αιτιατική | τον | Σπυρίδωνα | τους | Σπυρίδωνες |
κλητική | Σπυρίδων | Σπυρίδωνες | ||
Δείτε και την κλίση του Σπυρίδωνας. | ||||
Κατηγορία όπως «Βύρων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σπυρίδων < ελληνιστική κοινή Σπυρίδων[1] < σπυριδών < αρχαία ελληνική σπυρίς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper-[2] (τυλίγω, διπλώνω, πλέκω)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σπυρίδων αρσενικό
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Σπυρίδων στη Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σπυρίδων
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Σπυρίδων | οἱ | Σπυρίδωνες | ||||
γενική | τοῦ | Σπυρίδωνος | τῶν | Σπυριδώνων | ||||
δοτική | τῷ | Σπυρίδωνῐ | τοῖς | Σπυρίδωσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | Σπυρίδωνᾰ | τοὺς | Σπυρίδωνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | Σπυρίδων | Σπυρίδωνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Σπυρίδωνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Σπυριδώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σπυρίδων < αρχαία ελληνική σπυρίς[3] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sper-[2] (τυλίγω, διπλώνω, πλέκω)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σπυρίδων αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) ανδρικό όνομα
- Περὶ δὲ Σπυρίδωνος, τοσαύτη τῷ ποιμένι προσῆν ὁσιότης, ὡς καὶ ἀξιωθῆναι αὐτὸν καὶ ἀνθρώπων ποιμένα γενέσθαι· ὃς μιᾶς τῶν ἐν Κύπρῳ πόλεων ὀνόματι Τριμιθοῦντος τὴν ἐπισκοπὴν ἐκεκλήρωτο, διὰ δὲ ἀτυφίαν πολλὴν ἐχόμενος τῆς ἐπισκοπῆς ἐποίμαινε καὶ τὰ πρόβατα. (Εκκλησιαστική Ιστορία (Σωκράτη Σχολαστικού)/Βιβλίο 1, 12, 5ος αιώνας)
[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: Σπυρίδων
- ↑ 2,0 2,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998), λήμμα: σπυρίς
- ↑ αυτός που κατασκευάζει σπυρίδες ή ο εύπορος, ο πλούσιος, που έχει πολύ σιτάρι ή άλλα αγαθά σε σπυρίδες
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'Βύρων' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'κώδων' (αρχαία ελληνικά)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'κώδων' (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα 3ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα που κλίνονται όπως το 'κώδων' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Κύρια ονόματα αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Κύρια ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ανδρικά ονόματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)