Σπόγγοι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σπόγγοι αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό
- ταξινομικός όρος - συνομοταξία: του ζωικού βασιλείου στην οποία περιλαμβάνονται οι Ασβεστόσπογγοι, οι Πυριτόσπογγοι και οι κοινοί κερατόσπογγοι, καθώς και οι απολιθωμένοι Παλαιόσπογγοι και Ρεσεπτακουλίτες
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Σπόγγοι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Σπόγγοι
|