Μετάβαση στο περιεχόμενο

Στάγειρα

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα Στάγειρα
      γενική των Σταγείρων
    αιτιατική τα Στάγειρα
     κλητική Στάγειρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Στάγειρα < αρχαία ελληνική Στάγειρα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsta.ʝi.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στάγειρα

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Στάγειρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)

[επεξεργασία]
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ Στάγειρ
      γενική τῶν Σταγείρων
      δοτική τοῖς Σταγείροις
    αιτιατική τὰ Στάγειρ
     κλητική ! Στάγειρ
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Στάγειρα <  δείτε τη λέξη Στάγιρος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Στάγειρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό