Στάλιν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Στάλιν αρσενικό άκλιτο
- (ιστορία, πολιτική) ψευδώνυμο, ως ανδρικό επώνυμο, μπολσεβίκου ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης
- ανδρικό όνομα
- παλαιότερο τοπωνύμιο σε διάφορες, κομμουνιστικές κυρίως, χώρες (για πόλεις, περιοχές κ.λπ.)
Παράγωγα[επεξεργασία]
- Στάλινγκραντ
- σταλινίζω
- σταλινικός
- σταλινισμός
- σταλινιστής, σταλινίστρια
- Στάλινο
- σταλινοποίηση, αποσταλινοποίηση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Ιωσήφ Στάλιν στη Βικιπαίδεια (1878-1953)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Στάλιν
|