Στάλιν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Στάλιν <  (άμεσο δάνειο) ρωσική Сталин < сталь (ατσάλι) + -ин

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Στάλιν αρσενικό άκλιτο

  1. (ιστορία, πολιτική) ψευδώνυμο, ως ανδρικό επώνυμο, μπολσεβίκου ηγέτη της Σοβιετικής Ένωσης
  2. ανδρικό όνομα
  3. παλαιότερο τοπωνύμιο σε διάφορες, κομμουνιστικές κυρίως, χώρες (για πόλεις, περιοχές κ.λπ.)

Παράγωγα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]