Στέλλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Στέλα, stella, Stella

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στέλλα οι Στέλλες
      γενική της Στέλλας
    αιτιατική τη Στέλλα τις Στέλλες
     κλητική Στέλλα Στέλλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Στέλλα < θηλυκό του Στέλιος (< Στυλιανός), που γράφεται με δύο λάμδα, επειδή πιθανώς παρετυμολογήθηκε από το ιταλικό Stella (< λατινικά stella: αστέρι)

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Στέλλα θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]