Στασούλα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Στασούλα οι Στασούλες
      γενική της Στασούλας
    αιτιατική τη Στασούλα τις Στασούλες
     κλητική Στασούλα Στασούλες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Στασούλα < Στάσ(α) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα → δείτε τη λέξη Αναστασία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Στασούλα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Αναστασία