Σταυρωτό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: σταυρωτό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σταυρωτό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σταυρωτός < σταυρός. Ο τρύγος της ποικιλίας αυτής συμπίπτει χρονικά με τον χριστιανικό εορτασμό της ύψωσης του Τιμίου Σταυρού (14 Σεπτεμβρίου), εξ ου και η ονομασία της

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σταυρωτό ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]