Στενίμαχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Στενίμαχος
      γενική της Στενιμάχου
    αιτιατική τη Στενίμαχο
     κλητική Στενίμαχε
(Στενίμαχο)
Κατηγορία όπως «ήπειρος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Στενίμαχος < → δείτε τη λέξη Στενήμαχος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /steˈni.ma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Στε‐νί‐μα‐χος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Στενίμαχος θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (πόλη) άλλη γραφή του Στενήμαχος
    ※  Ὁ Συνόδης Παπαδημητρίου ἀνήκει σ’ ἐκείνους τοὺς διανοουμένους τῆς ἰστορίας τῶν νεοελληνικῶν γραμμάτων ποὺ ἔδρασαν στὸ ἐξωτερικὸ ἀθόρυβα ἀλλὰ πολὺ δημιουργικά. Ὑπηρέτησε στὴ Μέση Εκπαίδευση στὴ Θεσσαλονίκη, στὴν Κωνσταντινούπολη, στὴ Στενίμαχο καὶ στὴν Ὀδησσό, ἀλλά, ἡ μεγάλη του προσφορά ὑπῆρξε ἡ σταθερὴ καὶ στέρεη μελέτη (στὰ πλαίσια τῆς ἐποχῆς του βέβαια) ποὺ ἔκανε, σὰν ἀκαδημαϊκὸς διδάσκαλος στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Ὀδησσοῦ, πάνω σὲ θέματα καὶ προβλήματα τῆς ἑλληνικῆς γραμματείας.
    Κωνσταντίνος Κ. Παπουλίδης, Συνόδης Δ. Παπαδημητρίου, 1859-1921: (ένας ελάχιστα γνωστός λόγιος από τη Θεσσαλονίκη), Μακεδονικά, τόμος 16, 1976

Μεταφράσεις[επεξεργασία]